ειδολογικός

ειδολογικός
η , ό[ν] биол филос, видовой;

ειδολογική διαφορά — видовое различие;

§ ειδολογικά στάδια — этапы педагогического процесса


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ειδολογικός" в других словарях:

  • ειδολογικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη μορφή («ειδολογική μόρφωση» αυτή που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή) 2. το αρσ. ως ουσ. (φιλοσ.) ο ειδολογικός αυτός που καθορίζει το ηθικό με βάση τις ιδιότητες τής βουλήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ειδολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στη μορφή (είδος) των πραγμάτων και όχι στο περιεχόμενο: Ειδολογική μόρφωση (που αναφέρεται στη διανοητική αγωγή). 2. το αρσ. ως ουσ., ειδολογικός, ο (ενν. φιλόσοφος), αυτός που κρίνει τις πράξεις των ανθρώπων, αν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπενάκη, Μουσείο — Μουσείο της Αθήνας, που ίδρυσε το 1930 ο Αντώνιος Μπενάκης (βλ. λ.). Αποτελεί ίδρυμα επιχορηγούμενο από το δημόσιο και στεγάζεται στο αρχοντικό του Εμμανουήλ Μπενάκη (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Κουμπάρη). Το Μουσείο δημιουργήθηκε από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»